σανδαρακινος

σανδαρακινος
    σανδαράκινος
    σανδᾰράκῐνος
    2
    (ρᾰ) оранжево-красный Her.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "σανδαρακινος" в других словарях:

  • σανδαράκινος — η, ον, Α αυτός που έχει το χρώμα τής σανδαράκης, πορτοκαλής, πορτοκαλόχρωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σανδαράκη + κατάλ. ινος (πρβλ. ξύλ ινος)] …   Dictionary of Greek

  • σανδαράκινον — σανδαράκινος of orange colour masc acc sg σανδαράκινος of orange colour neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σανδαρακίνη — σανδαράκινος of orange colour fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σανδαρακίνην — σανδαράκινος of orange colour fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σανδαράκινοι — σανδαράκινος of orange colour masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σανδαραχώδης — ῶδες, Α [σανδαράχη / σανδαράκη] σανδαράκινος* …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»